ἐγχεῖ — ἐγχέω pour in pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐγχέω pour in pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ἐγχύνω pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐγχύνω pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγχε' — ἔγχεα , ἔγχος spear neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἔγχει , ἔγχος spear neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἔγχεϊ , ἔγχος spear neut dat sg (epic ionic) ἔγχει , ἔγχος spear neut dat sg ἔγχεε , ἔγχος spear neut nom/voc/acc dual (epic ionic) ἔγχει … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφέπω — ἐφέπω (Α) Ι. ενεργ. 1. χειρίζομαι, χρησιμοποιώ επιδέξια, στρέφω, εκσφενδονίζω («ὁ δ ἔφεπεν κραταιὸν ἔγχος», Πίνδ.) 2. κατευθύνω προς κάποιον ή εναντίον κάποιου («Πατρόκλῳ ἔφεπε κρατερώνυχας ἵππους», Ομ. Ιλ.) 3. εξαναγκάζω κάποιον με τη βία,… … Dictionary of Greek
NONNUS Panopolita — poeta egregius, Theodosii temporibus floruit, cuius Paraphrasin, et Dionysiaca habemus. Agathiâ esse antiquiorem, certum est, cum hic eius meminerit, vixit vero Agathias sub Iustiniano. Chrysostomô esse iuniorem, inde colligit Voss. de Poet.… … Hofmann J. Lexicon universale
επίσχω — ἐπίσχω, άλλος τ. τού ἐπέχω (Α) 1. κρατώ κάτι, τό διευθύνω, τό κατευθύνω κάπου ή εναντίον κάποιου («ἔγχει ἐφορμᾶσθαι καὶ ἐπίσχειν ὠκέας ἵππους», Ομ. Ιλ.) 2. κρατώ στραμμένο, ρίχνω κάτι σε μια κατεύθυνση («[σελάννα] φάος ἐπίσχει θάλασσαν ἐπ’… … Dictionary of Greek
σπονδή — Τελετή των αρχαίων Ελλήνων στην οποία έχυναν από ένα ποτήρι κρασί πάνω στη φωτιά όπου προσφερόταν η θυσία, ή στη θάλασσα, ανάλογα με το αν η τελετή γινόταν σε πλοίο ή στην ξηρά, προς τιμή των θεών, και ψάλλοντας ταυτόχρονα κάποια ωδή. Ανάλογα με… … Dictionary of Greek